Σάββατο 2 Απριλίου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΆ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΆ ΤΥΡΙΆ ΜΕ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΌΜΕΝΗ ΟΝΟΜΑΣΊΑ ΠΡΟΈΛΕΥΣΗΣ (Π.Ο.Π)

          


Η Ελλάδα είναι χώρα με πολύ μεγάλη ιστορία αλλά και παραδόσεις που χάνονται στα βάθη των αιώνων.  Μερικές απ’ αυτές αναφέρονται στο γάλα και στα προϊόντα του. Για παράδειγμα για τους αρχαίους έλληνες το γάλα εθεωρείτο ιερή τροφή γιατί ο Δίας, ο αρχηγός των θεών του Ολύμπου, ανατράφηκε με το γάλα της νύμφης Αμάλθεια, ενώ σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία η τέχνη της τυροκομίας δόθηκε δώρο στους κοινούς θνητούς από τους θεούς του Ολύμπου.
Ο κλάδος της κτηνοτροφίας που ανέκαθεν επικράτησε στη χώρα, είναι η αιγοπροβατοτροφία, γιατί οι εδαφοκλιματικές της συνθήκες δεν ευνοούσαν την αγελαδοτροφία.  Το 75% του εδάφους της καταλαμβάνουν ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις με φτωχή βλάστηση, για την εκμετάλλευση των οποίων η εκτροφή αιγοπροβάτων αποτελούσε και αποτελεί την καλύτερη λύση. 
Σήμερα, περισσότερες από 250.000 οικογένειες απασχολούνται, μερικά ή πλήρως, με την αιγοπροβατοτροφία, το αιγοπρόβειο γάλα αντιπροσωπεύει το 60% περίπου της συνολικής γαλακτοπαραγωγής της  και τουλάχιστον το 85% της παραγωγής της, σε τυριά, προέρχεται από το γάλα αυτό. Είναι φυσικό, κατά συνέπεια, που τα παραδοσιακά της τυριά, σχεδόν στο σύνολό τους, παρασκευάζονται από αιγοπρόβειο γάλα.  Το γεγονός ότι πολλά απ’ αυτά αντιγράφονται σήμερα, έστω και ανεπιτυχώς, επιβεβαιώνει την ποιοτική τους υπεροχή έναντι άλλων συγγενών προϊόντων που παρασκευάζονται σε άλλες χώρες από αγελαδινό γάλα και τονίζει την ανάγκη κατοχύρωσης και προβολής τους.
Η Ελλάδα για να προστατεύσει τα παραδοσιακά της προϊόντα εδημοσίευσε στον Κώδικα Τροφίμων της, το 1988, ατομικές προδιαγραφές τις οποίες συμπλήρωσε το 1994, για τα τυριά, Φέτα, Κεφαλοτύρι, Κασέρι, Κεφαλογραβιέρα, Μυζήθρα, Ανθότυρος, Μανούρι, Γαλοτύρι, Κοπανιστή, Γραβιέρα Κρήτης, Γραβιέρα Νάξου, Τελεμές, Σφέλα, Γραβιέρα Αγράφων, Μπάτζος, Βικτώρια Θεσ/νίκης, Φορμαέλλα Αράχωβας Παρνασσού, Λαδοτύρι Μυτιλήνης, Σαν Μιχάλη, Μετσοβόνε, Ξινομυζήθρα Κρήτης, Καλαθάκι Λήμνου, Κατίκι Δομοκού, Πηχτόγαλο Χανίων και Ανεβατό.
Σε διεθνές επίπεδο δεν υπάρχει σήμερα νομικό πλαίσιο για την κατοχύρωση των παραδοσιακών γεωργικών προϊόντων και τροφίμων.  Οι διάφορες χώρες εφαρμόζουν διαφορετικές πρακτικές για την προστασία τους, γεγονός που δεν διασφαλίζει ενιαία θεώρηση του θέματος και ίσους όρους ανταγωνισμού.
Υπάρχουν βεβαίως διμερείς ή και πολυμερείς συμβάσεις μεταξύ των κρατών, που όμως δεν έχουν τη γενική αποδοχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση για να διαφοροποιήσει και να διασφαλίσει τα προϊόντα που παρουσιάζουν ιδιότυπα χαρακτηριστικά εδημοσίευσε τον Κανονισμό 2081/92/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την "Προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και Ονομασιών Προέλευσης των Γεωργικών Προϊόντων και Τροφίμων".  Για να δικαιούται ένα γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) πρέπει, πέραν άλλων, να ανταποκρίνεται σε ορισμένες προδιαγραφές και να παράγεται παραδοσιακά σε μια επακριβώς οριοθετημένη περιοχή, στο ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον της οποίας αποδίδονται τα πρωτότυπα χαρακτηριστικά του.  Κάθε παραδοσιακή ονομασία σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτόν, αποτελεί μια κληρονομιά η οποία ανήκει σε όλους όσους ζουν και θα ζήσουν στην περιοχή που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε το παραδοσιακό προϊόν.  Είναι μια εγγύηση διαρκείας που μπορεί αναμφίβολα να χρησιμοποιείται για το προϊόν επί αιώνες, προσφέροντας πολλά πλεονεκτήματα, τα οποία εναπόκεινται στον πληθυσμό που κατοικεί στις περιοχές αυτές να τα διατηρήσει και να τα αναπτύξει. 
Στο πλαίσιο του παραπάνω Κανονισμού, η Ελλάδα υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση αιτήσεις με πλήρη δικαιολογητικά για την αναγνώριση 25 παραδοσιακών της τυριών, ως προϊόντων με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (Π.Ο.Π.).  Απ’ αυτές έγιναν δεκτές  με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ.1107/96 της Επιτροπής της 12ης Ιουνίου 1996 οι αιτήσεις για τα τυριά,  Φέτα, Κασέρι, Κεφαλογραβιέρα, Μανούρι, Γαλοτύρι, Κοπανιστή, Γραβιέρα Κρήτης, Γραβιέρα Νάξου, Γραβιέρα Αγράφων, Σφέλα, Ανεβατό, Καλαθάκι Λήμνου, Κατίκι Δομοκού, Λαδοτύρι Μυτιλήνης, Μετσοβόνε, Μπάτζος, Ξινομυζήθρα Κρήτης, Πηχτόγαλο Χανίων, Σαν Μιχάλη και Φορμαέλλα Αράχωβας Παρνασσού,  ενώ αναμένεται η έγκριση και για τα υπόλοιπα.
 
Εκείνο που χαρακτηρίζει τα παραδοσιακά τυριά της Ελλάδος είναι η υψηλή τους ποιότητα και τα πρωτότυπα χαρακτηριστικά τους, στα οποία οφείλουν και την καλή τους φήμη.  Για την παρασκευή των τυριών αυτών χρησιμοποιείται, σχεδόν αποκλειστικά, πρόβειο και γίδινο γάλα τα οποία διαφέρουν σημαντικά στη σύσταση και στα οργανοληπτικά τους χαρακτηριστικά από το αγελαδινό. Είναι φυσικό και αναμενόμενο κατά συνέπεια και τα τυριά που παρασκευάζονται από τα γάλατα αυτά να είναι διαφορετικά.  Πέραν αυτού, οι ιδιόρρυθμες εδαφοκλιματικές συνθήκες της χώρας, οι εκτρεφόμενες φυλές προβάτων, η μεγάλη ποικιλία των ενδημικών φυτών της, οι συνθήκες παραγωγής και επεξεργασίας του γάλακτος σε συνδυασμό με την μακρόχρονη εμπειρία των ελλήνων τυροκόμων στην αξιοποίηση αιγοπρόβειου γάλακτος είναι παράγοντες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τα πρωτότυπα χαρακτηριστικά τους. Εκείνο που είναι σημαντικό και πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα είναι ότι τα ελληνικά παραδοσιακά τυριά, σχεδόν στο σύνολό τους, παρασκευάζονται από γάλα ζώων που διατρέφονται με ελεύθερη βόσκηση σε περιοχές που δεν χρησιμοποιούνται λιπάσματα, ζιζανιοκτόνα, εντομοκτόνα και άλλοι ρυπαντές και υπό την έννοια αυτή αποτελούν βιολογικά προϊόντα.
Τα τελευταία χρόνια, γαλακτοβιομηχανίες διαφόρων χωρών προκειμένου να αυξήσουν το μερίδιο τους στην αγορά παρασκευάζουν, χωρίς όμως επιτυχία, απομιμήσεις ελληνικών παραδοσιακών τυριών.  Συχνά μάλιστα για να πείσουν τους καταναλωτές ότι τα προϊόντα τους έχουν σχέση με την Ελλάδα, χρησιμοποιούν στη συσκευασία τους ελληνικά ονόματα, τοπωνύμια και παραστάσεις που παραπέμπουν στην Ελλάδα, μια πρακτική που εκτός του ότι είναι αντιδεοντολογική και παράνομη, δημιουργεί σύγχυση στον καταναλωτή και δυσχεραίνει το διεθνές εμπόριο. 
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Φέτας.  Για να αποφευχθούν ανάλογα φαινόμενα στο μέλλον θα πρέπει να υπάρξει ένα διεθνές νομικό πλαίσιο που θα επιτρέψει την κατοχύρωση των παραδοσιακών γεωργικών προϊόντων όλων των χωρών.  Πρέπει να γίνει αντιληπτό, ότι η πολιτιστική κληρονομιά κάθε χώρας δεν μπορεί να πωλείται ή να διαιρείται.   Εκείνο μόνον που μπορεί, είναι να κληρονομείται στους κατοίκους της.  Και την άποψη αυτή, έχουν μεγαλύτερη υποχρέωση να σεβαστούν οι οικονομικά και τεχνολογικά αναπτυγμένες χώρες. 

Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από τον  ΚΑΘ Ε.Μ. ΑΝΥΦΑΝΤΑΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου